ἐπιπεφυκότος

ἐπιπεφυκότος
ἐπιπεφῡκότος , ἐπιφύω
make to grow
perf part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπεφυκίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού επιπεφυκότος, ασθένεια που εδράζεται σε ολόκληρη την έκταση ή σε ορισμένο τμήμα τού επιπεφυκότος …   Dictionary of Greek

  • δερματοεπιθηλίωμα — το συγγενής καλοήθης όγκος τού επιπεφυκότος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”